επίβουλος — επίβουλος, η, ο και πίβουλος, η, ο επίρρ. α 1. που από χαρακτήρα επιβουλεύεται τους άλλους, που ενεργεί ύπουλα για να βλάψει, δολερός, πανούργος: Επίβουλος άνθρωπος. 2. που γίνεται για επιβουλή ή από επιβουλή: Επίβουλη ενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπίβουλος — plotting against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλότερον — ἐπίβουλος plotting against adverbial comp ἐπίβουλος plotting against masc acc comp sg ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλότατα — ἐπίβουλος plotting against adverbial superl ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλότατον — ἐπίβουλος plotting against masc acc superl sg ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβούλως — ἐπίβουλος plotting against adverbial ἐπίβουλος plotting against masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίβουλον — ἐπίβουλος plotting against masc/fem acc sg ἐπίβουλος plotting against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλοτάτη — ἐπίβουλος plotting against fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλοτέρους — ἐπίβουλος plotting against masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλότατος — ἐπίβουλος plotting against masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)